ругаться - ορισμός. Τι είναι το ругаться
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ругаться - ορισμός


ругаться      
РУГ'АТЬСЯ, ругаюсь, ругаешься, ·несовер.
1. (·совер. ругнуться) ·без·доп. Произносить грубые, бранные слова. "Вы, по своему необразованию, можете ругаться." А.Островский.
2. с кем. Поносить друг друга бранными словами, ссориться.
3. над кем-чем (кому ·устар. ). Издеваться, заниматься надругательством. "Ругаясь буйно над кумиром, когда-то сердцу дорогим..." Некрасов. "Они ругаются богам." Жуковский.
ругаться      
несов.
1) Произносить грубые, бранные слова.
2) Ругать друг друга грубыми, бранными словами; ссориться.
3) устар. Заниматься надругательством; издеваться.
РУГАТЬСЯ      
То же, что браниться.
Р. с соседкой. Р. за небрежность.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ругаться
1. Ругаться надо, обязательно надо, - чтобы поднять градус!
2. Старший брат мягкий, спокойный, не любит ругаться.
3. При его загруженности нам просто некогда ругаться.
4. Он обувается перед тренировкой - и давай ругаться.
5. Как не стыдно, восклицает читатель, ТАК ругаться!
Τι είναι ругаться - ορισμός